- ψεκάζονται
- ψεκάζωrain in small dropspres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
πισσωτήρας — ο, Ν τεχνολ. λέβητας κατάλληλος για τη θέρμανση τής πίσσας με την οποία ψεκάζονται τα οδοστρώματα και ο οποίος είναι συνήθως μόνιμα εγκατεστημένος στο όχημα που φέρει και τον μηχανισμό τού ψεκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω + επίθημα τήρας (πρβλ.… … Dictionary of Greek